υπουλότητα

υπουλότητα
η / ὑπουλότης, -ητος, ΝΜΑ [ὕπουλος]
η ιδιότητα τού ύπουλου, κρυμμένη κακία, δολιότητα («τῇ ξενοδοχίᾳ ἡ γα
οτριμαργία συμπλέκεται... τῇ πραΰτητι ἡ ὑπουλότης», Ιω. Κλίμ.)
μσν.-αρχ.
μτφ. αλλοίωση, διαφθορά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπουλότητα — η το να είναι κανείς ύπουλος, δολιότητα, υποκρισία: Έχε το νου σου μ αυτόν, φέρνεται με υπουλότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπουλότητα — ὑπουλότης treachery fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπουζανιά — και καρπουζανιά, η [καλπουζάνος] 1. παραποίηση νομίσματος ή ενσήμου, πλαστογραφία, κιβδηλεία 2. γεν. δόλια πράξη, απάτη, δολιότητα, κατεργαριά, υπουλότητα …   Dictionary of Greek

  • μπαμπεσιά — [μπαμπέσης] 1. η ιδιότητα τού μπαμπέση, δολιότητα, υπουλότητα 2. πράξη η οποία γίνεται με ύπουλο και δόλιο τρόπο («τόν χτύπησε με μπαμπεσιά») …   Dictionary of Greek

  • υπουλία — ἡ, Μ [ὕπουλος] υπουλότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”